- μανκάρω
- (αόρ. μανκάρισα) αμετ. улечься (о ветре)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανκάρω — 1. (για τον άνεμο) κοπάζω ξαφνικά 2. (για ναυτικούς χειρισμούς) αποτυγχάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mancare (πρβλ. καλάρω)] … Dictionary of Greek